- ιχνογραφείο(ν)
- το мор. чертёжный зал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιχνογραφείο — το αίθουσα που προορίζεται για την ιχνογραφία, για τη χάραξη ιχνογραφικών σχεδιασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. la salle des gabarits. Η λ.,στον λόγιο τ. ἰχνογραφεῑον, μαρτυρείται από το 1850 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek